- ακαπήλευτος
- -η, -ο (Α ἀκαπήλευτος, -ον) [καπηλεύω]νεοελλ.αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τόν έχουν καπηλευθεί ανέντιμααρχ.-μσν.1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον ἦθος» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)ἀκαπηλεύτως επίρρ. αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
Dictionary of Greek. 2013.